Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔμετος
ἐμμαίνομαι
ἐμέω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
View word page
ἐμμελετάω
ἐμμελετάω fut. ήσω ἐν to exercise or train in a thing, Plat.
ShortDef
to exercise
Debugging
Headword:
ἐμμελετάω
Headword (normalized):
ἐμμελετάω
Headword (normalized/stripped):
εμμελεταω
IDX:
10695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10698
Key:
e)mmeleta/w
Data
{'content': 'ἐμμελετάω\n fut. ήσω\n ἐν\n to exercise or train in a thing, Plat.', 'key': 'e)mmeleta/w'}