Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔμβρυον
ἐμβύθιος
ἐμβύω
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμμαίνομαι
ἐμέω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμενής
ἐμμένω
View word page
ἐμμάσσομαι
ἐμμάσσομαι Att. -ττ-. Dep. to knead bread in, Ar.

ShortDef

knead bread in (ἐμμάσσω DGE)

Debugging

Headword:
ἐμμάσσομαι
Headword (normalized):
ἐμμάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
εμμασσομαι
IDX:
10691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10694
Key:
e)mma/ttomai

Data

{'content': 'ἐμμάσσομαι\n Att. -ττ-. Dep. to knead bread in, Ar.', 'key': 'e)mma/ttomai'}