Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἐμβύθιος
ἐμβύω
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμμαίνομαι
ἐμέω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμενής
View word page
ἐμμαπέως
ἐμμαπέως quickly, readily, hastily, Hom. Perh. from μαπέειν, μάρπτω, to seize eagerly.

ShortDef

quickly, readily, hastily

Debugging

Headword:
ἐμμαπέως
Headword (normalized):
ἐμμαπέως
Headword (normalized/stripped):
εμμαπεως
IDX:
10690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10693
Key:
e)mmape/ws

Data

{'content': 'ἐμμαπέως\n quickly, readily, hastily, Hom.\n Perh. from μαπέειν, μάρπτω, to seize eagerly.', 'key': 'e)mmape/ws'}