Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμβρόντητος
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἐμβύθιος
ἐμβύω
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμμαίνομαι
ἐμέω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
View word page
ἐμμανής
ἐμμανής ἐμ-μᾰνής, ές ἐν μανίᾳ ὤν, in madness, frantic, raving, Hdt., Aesch., etc.
ShortDef
in madness, frantic, raving
Debugging
Headword:
ἐμμανής
Headword (normalized):
ἐμμανής
Headword (normalized/stripped):
εμμανης
IDX:
10689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10692
Key:
e)mmanh/s
Data
{'content': 'ἐμμανής\n ἐμ-μᾰνής, ές\n ἐν μανίᾳ ὤν, in madness, frantic, raving, Hdt., Aesch., etc.', 'key': 'e)mmanh/s'}