Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔμβραχυ
ἔμβρεφος
ἐμβριθής
ἐμβριμάομαι
ἐμβροντάω
ἐμβρόντητος
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἐμβύθιος
ἐμβύω
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμμαίνομαι
ἐμέω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
View word page
ἐμετικός
ἐμετικός ἐμετικός, ή, όν one who uses emetics, like the Roman gourmands, Plut. from ἔμετος
ShortDef
one who uses emetics
Debugging
Headword:
ἐμετικός
Headword (normalized):
ἐμετικός
Headword (normalized/stripped):
εμετικος
IDX:
10684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10687
Key:
e)metiko/s
Data
{'content': 'ἐμετικός\n ἐμετικός, ή, όν\n one who uses emetics, like the Roman gourmands, Plut.\n from ἔμετος', 'key': 'e)metiko/s'}