Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμβραδύνω
ἔμβραχυ
ἔμβρεφος
ἐμβριθής
ἐμβριμάομαι
ἐμβροντάω
ἐμβρόντητος
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἐμβύθιος
ἐμβύω
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμμαίνομαι
ἐμέω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
View word page
ἐμβύω
ἐμβύω fut. ύσω ἐν to stuff in, stop with a thing, Ar.

ShortDef

to stuff in, stop with

Debugging

Headword:
ἐμβύω
Headword (normalized):
ἐμβύω
Headword (normalized/stripped):
εμβυω
IDX:
10683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10686
Key:
e)mbu/w

Data

{'content': 'ἐμβύω\n fut. ύσω\n ἐν\n to stuff in, stop with a thing, Ar.', 'key': 'e)mbu/w'}