Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμβολεύς
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολος
ἐμβραδύνω
ἔμβραχυ
ἔμβρεφος
ἐμβριθής
ἐμβριμάομαι
ἐμβροντάω
ἐμβρόντητος
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἐμβύθιος
ἐμβύω
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμμαίνομαι
ἐμέω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
View word page
ἐμβρόντητος
ἐμβρόντητος from ἐμβροντάομαι ἐμβρόντητος, ον thunderstruck, stupefied, stupid, Lat. attonitus, Xen., Dem.

ShortDef

thunderstruck, stupefied, stupid

Debugging

Headword:
ἐμβρόντητος
Headword (normalized):
ἐμβρόντητος
Headword (normalized/stripped):
εμβροντητος
IDX:
10679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10682
Key:
e)mbro/nthtos

Data

{'content': 'ἐμβρόντητος\n from ἐμβροντάομαι\n ἐμβρόντητος, ον\n thunderstruck, stupefied, stupid, Lat. attonitus, Xen., Dem.', 'key': 'e)mbro/nthtos'}