Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμβοάω
ἐμβολεύς
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολος
ἐμβραδύνω
ἔμβραχυ
ἔμβρεφος
ἐμβριθής
ἐμβριμάομαι
ἐμβροντάω
ἐμβρόντητος
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἐμβύθιος
ἐμβύω
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμμαίνομαι
ἐμέω
ἔμμαλλος
View word page
ἐμβροντάω
ἐμβροντάω ἐν, βροντάω Pass. to be stricken by lightning, Xen.

ShortDef

dumbfounder

Debugging

Headword:
ἐμβροντάω
Headword (normalized):
ἐμβροντάω
Headword (normalized/stripped):
εμβρονταω
IDX:
10678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10681
Key:
e)mbronta/omai

Data

{'content': 'ἐμβροντάω\n ἐν, βροντάω\n Pass. to be stricken by lightning, Xen.', 'key': 'e)mbronta/omai'}