Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔμβλεμμα
ἐμβλέπω
ἔμβλημα
ἐμβοάω
ἐμβολεύς
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολος
ἐμβραδύνω
ἔμβραχυ
ἔμβρεφος
ἐμβριθής
ἐμβριμάομαι
ἐμβροντάω
ἐμβρόντητος
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἐμβύθιος
ἐμβύω
ἐμετικός
ἔμετος
View word page
ἔμβρεφος
ἔμβρεφος ἔμ-βρεφος, ον ἐν boy-like, Anth.

ShortDef

boy-like

Debugging

Headword:
ἔμβρεφος
Headword (normalized):
ἔμβρεφος
Headword (normalized/stripped):
εμβρεφος
IDX:
10675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10678
Key:
e)/mbrefos

Data

{'content': 'ἔμβρεφος\n ἔμ-βρεφος, ον\n ἐν\n boy-like, Anth.', 'key': 'e)/mbrefos'}