Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμβιβάζω
ἔμβλεμμα
ἐμβλέπω
ἔμβλημα
ἐμβοάω
ἐμβολεύς
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολος
ἐμβραδύνω
ἔμβραχυ
ἔμβρεφος
ἐμβριθής
ἐμβριμάομαι
ἐμβροντάω
ἐμβρόντητος
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἐμβύθιος
ἐμβύω
ἐμετικός
View word page
ἔμβραχυ
ἔμβραχυ ἐν adv. in brief, shortly, Ar., Plat.
ShortDef
in brief, shortly
Debugging
Headword:
ἔμβραχυ
Headword (normalized):
ἔμβραχυ
Headword (normalized/stripped):
εμβραχυ
IDX:
10674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10677
Key:
e)/mbraxu
Data
{'content': 'ἔμβραχυ\n ἐν\n adv. in brief, shortly, Ar., Plat.', 'key': 'e)/mbraxu'}