Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβάφιον
ἐμβιβάζω
ἔμβλεμμα
ἐμβλέπω
ἔμβλημα
ἐμβοάω
ἐμβολεύς
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολος
ἐμβραδύνω
ἔμβραχυ
ἔμβρεφος
ἐμβριθής
ἐμβριμάομαι
ἐμβροντάω
ἐμβρόντητος
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
View word page
ἐμβόλιμος
ἐμβόλιμος ἐμβόλιμος, ον ἐμβάλλω inserted, intercalated, Hdt.

ShortDef

inserted, intercalated

Debugging

Headword:
ἐμβόλιμος
Headword (normalized):
ἐμβόλιμος
Headword (normalized/stripped):
εμβολιμος
IDX:
10671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10674
Key:
e)mbo/limos

Data

{'content': 'ἐμβόλιμος\n ἐμβόλιμος, ον\n ἐμβάλλω\n inserted, intercalated, Hdt.', 'key': 'e)mbo/limos'}