Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμβασίχυτρος
ἐμβατεύω
ἐμβάς
ἐμβασιλεύω
ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβάφιον
ἐμβιβάζω
ἔμβλεμμα
ἐμβλέπω
ἔμβλημα
ἐμβοάω
ἐμβολεύς
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολος
ἐμβραδύνω
ἔμβραχυ
ἔμβρεφος
ἐμβριθής
ἐμβριμάομαι
View word page
ἔμβλημα
ἔμβλημα ἔμβλημα, ατος, τό, ἐμβάλλω an insertion, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ. the shaft fitted into the spear-head, Plut.

ShortDef

an insertion

Debugging

Headword:
ἔμβλημα
Headword (normalized):
ἔμβλημα
Headword (normalized/stripped):
εμβλημα
IDX:
10667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10670
Key:
e)/mblhma

Data

{'content': 'ἔμβλημα\n ἔμβλημα, ατος, τό,\n ἐμβάλλω\n an insertion, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ. the shaft fitted into the spear-head, Plut.', 'key': 'e)/mblhma'}