Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβαπτίζω
ἐμβάπτω
ἔμβασις
ἐμβασίχυτρος
ἐμβατεύω
ἐμβάς
ἐμβασιλεύω
ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβάφιον
ἐμβιβάζω
ἔμβλεμμα
ἐμβλέπω
ἔμβλημα
ἐμβοάω
ἐμβολεύς
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολος
View word page
ἐμβάτης
ἐμβάτης ἐμβάτης (ᾰ), ου, ἐμβαίνω a half-boot of felt, Xen.
ShortDef
a half-boot of felt
Debugging
Headword:
ἐμβάτης
Headword (normalized):
ἐμβάτης
Headword (normalized/stripped):
εμβατης
IDX:
10662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10665
Key:
e)mba/ths
Data
{'content': 'ἐμβάτης\n ἐμβάτης (ᾰ), ου,\n ἐμβαίνω\n a half-boot of felt, Xen.', 'key': 'e)mba/ths'}