Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἑλληνιστί
Ἑλληνοταμίαι
Ἕλλην
Ἑλλησποντιακός
Ἑλλησποντίας
Ἑλλήσποντος
ἐλλιμενίζω
ἐλλιμενιστής
ἐλλιπής
ἐλλόβιον
ἐλλογέω
ἐλλόγιμος
ἐλλοπιεύω
ἑλλός
ἐλλός
ἐλλοχίζω
ἔλλοψ
ἐλλύχνιον
ἕλξις
ἕλος
ἐλπιδοδώτης
View word page
ἐλλογέω
ἐλλογέω ἐλ-λογέω, ἐν, λόγος to reckon in, to impute, NTest.

ShortDef

to reckon in, to impute

Debugging

Headword:
ἐλλογέω
Headword (normalized):
ἐλλογέω
Headword (normalized/stripped):
ελλογεω
IDX:
10627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10630
Key:
e)lloge/w

Data

{'content': 'ἐλλογέω\n ἐλ-λογέω,\n ἐν, λόγος\n to reckon in, to impute, NTest.', 'key': 'e)lloge/w'}