Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἑλληνικός
Ἑλλήνιος
Ἑλληνίς
Ἑλληνιστής
Ἑλληνιστί
Ἑλληνοταμίαι
Ἕλλην
Ἑλλησποντιακός
Ἑλλησποντίας
Ἑλλήσποντος
ἐλλιμενίζω
ἐλλιμενιστής
ἐλλιπής
ἐλλόβιον
ἐλλογέω
ἐλλόγιμος
ἐλλοπιεύω
ἑλλός
ἐλλός
ἐλλοχίζω
ἔλλοψ
View word page
ἐλλιμενίζω
ἐλλιμενίζω ἐλ-λιμενίζω, ἐν, λιμήν to collect harbour-dues.

ShortDef

to collect harbour-dues

Debugging

Headword:
ἐλλιμενίζω
Headword (normalized):
ἐλλιμενίζω
Headword (normalized/stripped):
ελλιμενιζω
IDX:
10623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10626
Key:
e)llimeni/zw

Data

{'content': 'ἐλλιμενίζω\n ἐλ-λιμενίζω,\n ἐν, λιμήν\n to collect harbour-dues.', 'key': 'e)llimeni/zw'}