Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐλλείπω
ἔλλεσχος
ἑλληνίζω
Ἑλληνικός
Ἑλλήνιος
Ἑλληνίς
Ἑλληνιστής
Ἑλληνιστί
Ἑλληνοταμίαι
Ἕλλην
Ἑλλησποντιακός
Ἑλλησποντίας
Ἑλλήσποντος
ἐλλιμενίζω
ἐλλιμενιστής
ἐλλιπής
ἐλλόβιον
ἐλλογέω
ἐλλόγιμος
ἐλλοπιεύω
ἑλλός
View word page
Ἑλλησποντιακός
Ἑλλησποντιακός Ἑλλησποντιακός, ή, όν of the Hellespont, Xen., Ἑλλησπόντιος, α, ον, Hdt., Xen.
ShortDef
of the Hellespont
Debugging
Headword:
Ἑλλησποντιακός
Headword (normalized):
ἑλλησποντιακός
Headword (normalized/stripped):
ελλησποντιακος
IDX:
10620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10623
Key:
*(ellhspontiako/s
Data
{'content': 'Ἑλλησποντιακός\n Ἑλλησποντιακός, ή, όν\n of the Hellespont, Xen., Ἑλλησπόντιος, α, ον, Hdt., Xen.', 'key': '*(ellhspontiako/s'}