Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκήδευτος
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκήλητος
ἄκημα
ἀκήν
ἀκή
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
ἀκήρωτος
ἀκίβδηλος
ἀκιδνός
View word page
ἄκημα
ἄκημα = ἄκεσμα a cure, relief, ὀδυνάων for pains, Il.
ShortDef
a cure, relief
Debugging
Headword:
ἄκημα
Headword (normalized):
ἄκημα
Headword (normalized/stripped):
ακημα
IDX:
1062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1062
Key:
a)/khma
Data
{'content': 'ἄκημα\n = ἄκεσμα\n a cure, relief, ὀδυνάων for pains, Il.', 'key': 'a)/khma'}