Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκώδης
ἕλκω
ἕλκωσις
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
Ἑλλάνιος
Ἑλλανοδίκαι
Ἑλλάς
ἑλλέβορος
ἐλλεδανός
ἐλλείπω
ἔλλεσχος
ἑλληνίζω
Ἑλληνικός
View word page
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλαμπρύνομαι Pass. to gain distinction, Thuc. ἐν, λαμπρύνω

ShortDef

to gain distinction

Debugging

Headword:
ἐλλαμπρύνομαι
Headword (normalized):
ἐλλαμπρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
ελλαμπρυνομαι
IDX:
10603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10606
Key:
e)llampru/nomai

Data

{'content': 'ἐλλαμπρύνομαι\n Pass. to gain distinction, Thuc.\n ἐν, λαμπρύνω', 'key': 'e)llampru/nomai'}