Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
ἀγάπη
ἀγαπητέος
ἀγαπητικός
ἀγαπητός
ἀγαπώντως
ἀγάρροος
ἀγάστονος
ἀγαστός
ἀγαυός
View word page
ἀγάπημα
ἀγάπημα ἀγαπάω a delight, darling, Anth.
ShortDef
a delight, darling
Debugging
Headword:
ἀγάπημα
Headword (normalized):
ἀγάπημα
Headword (normalized/stripped):
αγαπημα
IDX:
106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n106
Key:
a)ga/phma
Data
{'content': 'ἀγάπημα\n ἀγαπάω\n a delight, darling, Anth.', 'key': 'a)ga/phma'}