Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκώδης
ἕλκω
ἕλκωσις
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
Ἑλλάνιος
Ἑλλανοδίκαι
View word page
ἑλκτικός
ἑλκτικός ἑλκτικός, ή, όν ἕλκω fit for drawing, attractive, Plat.

ShortDef

fit for drawing, attractive

Debugging

Headword:
ἑλκτικός
Headword (normalized):
ἑλκτικός
Headword (normalized/stripped):
ελκτικος
IDX:
10596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10599
Key:
e(lktiko/s

Data

{'content': 'ἑλκτικός\n ἑλκτικός, ή, όν\n ἕλκω\n fit for drawing, attractive, Plat.', 'key': 'e(lktiko/s'}