Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκώδης
ἕλκω
ἕλκωσις
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
Ἑλλάνιος
View word page
ἑλκτέος
ἑλκτέος ἑλκτέος, ον verb. adj. of ἕλκω, one must drag, Plat.
ShortDef
one must drag
Debugging
Headword:
ἑλκτέος
Headword (normalized):
ἑλκτέος
Headword (normalized/stripped):
ελκτεος
IDX:
10595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10598
Key:
e(lkte/os
Data
{'content': 'ἑλκτέος\n ἑλκτέος, ον\n verb. adj. of ἕλκω,\n one must drag, Plat.', 'key': 'e(lkte/os'}