Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑλκεσίχειρος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκώδης
ἕλκω
ἕλκωσις
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
View word page
ἑλκόω
ἑλκόω ἑλκόω, fut. -ώσω ἕλκος to wound sorely, lacerate, Eur.:—metaph., ἑλκ. φρένας οἴκους Eur.
ShortDef
to wound sorely, lacerate
Debugging
Headword:
ἑλκόω
Headword (normalized):
ἑλκόω
Headword (normalized/stripped):
ελκοω
IDX:
10594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10597
Key:
e(lko/w
Data
{'content': 'ἑλκόω\n ἑλκόω,\n fut. -ώσω\n ἕλκος\n to wound sorely, lacerate, Eur.:—metaph., ἑλκ. φρένας οἴκους Eur.', 'key': 'e(lko/w'}