Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑλκαίνω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκώδης
ἕλκω
ἕλκωσις
View word page
ἑλκοποιός
ἑλκοποιός ἑλκο-ποιός, όν ποιέω having power to wound, Aesch.

ShortDef

having power to wound

Debugging

Headword:
ἑλκοποιός
Headword (normalized):
ἑλκοποιός
Headword (normalized/stripped):
ελκοποιος
IDX:
10592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10595
Key:
e(lkopoio/s

Data

{'content': 'ἑλκοποιός\n ἑλκο-ποιός, όν\n ποιέω\n having power to wound, Aesch.', 'key': 'e(lkopoio/s'}