Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑλίτροχος
ἑλίχρυσος
ἑλκαίνω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
ἑλκώδης
View word page
ἑλκητήρ
ἑλκητήρ ἑλκητήρ, ῆρος, one that drags, Anth.
ShortDef
one that drags
Debugging
Headword:
ἑλκητήρ
Headword (normalized):
ἑλκητήρ
Headword (normalized/stripped):
ελκητηρ
IDX:
10590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10593
Key:
e(lkhth/r
Data
{'content': 'ἑλκητήρ\n ἑλκητήρ, ῆρος,\n one that drags, Anth.', 'key': 'e(lkhth/r'}