Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑλίσσω
ἑλίτροχος
ἑλίχρυσος
ἑλκαίνω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
View word page
ἕλκημα
ἕλκημα ἕλκημα, ατος, τό, ἑλκέω that which is torn in pieces, a prey, Eur.

ShortDef

that which is torn in pieces, a prey

Debugging

Headword:
ἕλκημα
Headword (normalized):
ἕλκημα
Headword (normalized/stripped):
ελκημα
IDX:
10589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10592
Key:
e(/lkhma

Data

{'content': 'ἕλκημα\n ἕλκημα, ατος, τό,\n ἑλκέω\n that which is torn in pieces, a prey, Eur.', 'key': 'e(/lkhma'}