Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐλινύω
ἑλιξόκερως
ἕλιξ
ἕλιξ
ἑλίσσω
ἑλίτροχος
ἑλίχρυσος
ἑλκαίνω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέος
View word page
ἑλκεχίτων
ἑλκεχίτων ἑλκε-χίτων (ῐ), ωνος, trailing the tunic, with long tunic, Il.
ShortDef
trailing the tunic, with long tunic
Debugging
Headword:
ἑλκεχίτων
Headword (normalized):
ἑλκεχίτων
Headword (normalized/stripped):
ελκεχιτων
IDX:
10585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10588
Key:
e(lkexi/twn
Data
{'content': 'ἑλκεχίτων\n ἑλκε-χίτων (ῐ), ωνος,\n trailing the tunic, with long tunic, Il.', 'key': 'e(lkexi/twn'}