Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑλίκωψ
ἐλινύω
ἑλιξόκερως
ἕλιξ
ἕλιξ
ἑλίσσω
ἑλίτροχος
ἑλίχρυσος
ἑλκαίνω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
View word page
ἑλκεσίχειρος
ἑλκεσίχειρος ἑλκεσί-χειρος, ον drawing the hand after it, Anth.
ShortDef
drawing the hand after it
Debugging
Headword:
ἑλκεσίχειρος
Headword (normalized):
ἑλκεσίχειρος
Headword (normalized/stripped):
ελκεσιχειρος
IDX:
10584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10587
Key:
e(lkesi/xeiros
Data
{'content': 'ἑλκεσίχειρος\n ἑλκεσί-χειρος, ον\n drawing the hand after it, Anth.', 'key': 'e(lkesi/xeiros'}