Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἑλικών
ἑλίκωψ
ἐλινύω
ἑλιξόκερως
ἕλιξ
ἕλιξ
ἑλίσσω
ἑλίτροχος
ἑλίχρυσος
ἑλκαίνω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
View word page
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίπεπλος ἑλκεσί-πεπλος, ον trailing the robe, with long train, Il.

ShortDef

trailing the robe, with long train

Debugging

Headword:
ἑλκεσίπεπλος
Headword (normalized):
ἑλκεσίπεπλος
Headword (normalized/stripped):
ελκεσιπεπλος
IDX:
10583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10586
Key:
e(lkesi/peplos

Data

{'content': 'ἑλκεσίπεπλος\n ἑλκεσί-πεπλος, ον\n trailing the robe, with long train, Il.', 'key': 'e(lkesi/peplos'}