Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐλέφας
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγμός
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικτός
Ἑλικωνιάς
Ἑλικών
ἑλίκωψ
ἐλινύω
ἑλιξόκερως
ἕλιξ
ἕλιξ
ἑλίσσω
ἑλίτροχος
ἑλίχρυσος
ἑλκαίνω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
View word page
ἑλίκωψ
ἑλίκωψ ἑλίκ-ωψ, ωπος, with rolling eyes, quick-glancing, Il.

ShortDef

with rolling eyes, quick-glancing

Debugging

Headword:
ἑλίκωψ
Headword (normalized):
ἑλίκωψ
Headword (normalized/stripped):
ελικωψ
IDX:
10574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10577
Key:
e(li/kwy

Data

{'content': 'ἑλίκωψ\n ἑλίκ-ωψ, ωπος,\n with rolling eyes, quick-glancing, Il.', 'key': 'e(li/kwy'}