Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντόπους
ἐλέφας
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγμός
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικτός
Ἑλικωνιάς
Ἑλικών
ἑλίκωψ
ἐλινύω
ἑλιξόκερως
ἕλιξ
ἕλιξ
ἑλίσσω
ἑλίτροχος
ἑλίχρυσος
View word page
ἑλικτός
ἑλικτός ἑλικτός, ή, όν ἑλίσσω curved, twisted, wreathed, Hhymn., Soph.; ἑλ. κύτος a wheeled ark, Eur.; σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτά moving quickly, Theocr. metaph. tortuous, Eur.
ShortDef
curved, twisted, wreathed
Debugging
Headword:
ἑλικτός
Headword (normalized):
ἑλικτός
Headword (normalized/stripped):
ελικτος
IDX:
10571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10574
Key:
e(likto/s
Data
{'content': 'ἑλικτός\n ἑλικτός, ή, όν\n ἑλίσσω\n curved, twisted, wreathed, Hhymn., Soph.; ἑλ. κύτος a wheeled ark, Eur.; σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτά moving quickly, Theocr.\n metaph. tortuous, Eur.', 'key': 'e(likto/s'}