Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντόπους
ἐλέφας
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγμός
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικτός
Ἑλικωνιάς
Ἑλικών
ἑλίκωψ
ἐλινύω
ἑλιξόκερως
ἕλιξ
ἕλιξ
ἑλίσσω
ἑλίτροχος
View word page
ἑλικοειδής
ἑλικοειδής εἶδος of winding or spiral form, Plut.
ShortDef
of winding
Debugging
Headword:
ἑλικοειδής
Headword (normalized):
ἑλικοειδής
Headword (normalized/stripped):
ελικοειδης
IDX:
10570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10573
Key:
e(likoeidh/s
Data
{'content': 'ἑλικοειδής\n εἶδος\n of winding or spiral form, Plut.', 'key': 'e(likoeidh/s'}