Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐλεφάντινος
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντόπους
ἐλέφας
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγμός
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικτός
Ἑλικωνιάς
Ἑλικών
ἑλίκωψ
ἐλινύω
ἑλιξόκερως
ἕλιξ
ἕλιξ
ἑλίσσω
View word page
ἑλικοδρόμος
ἑλικοδρόμος ἑλῐκο-δρόμος, ον running in curves, circular, Eur.

ShortDef

running in curves, circular

Debugging

Headword:
ἑλικοδρόμος
Headword (normalized):
ἑλικοδρόμος
Headword (normalized/stripped):
ελικοδρομος
IDX:
10569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10572
Key:
e(likodro/mos

Data

{'content': 'ἑλικοδρόμος\n ἑλῐκο-δρόμος, ον\n running in curves, circular, Eur.', 'key': 'e(likodro/mos'}