Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐλεφαντάρχης
ἐλεφαντίνεος
ἐλεφάντινος
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντόπους
ἐλέφας
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγμός
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικτός
Ἑλικωνιάς
Ἑλικών
ἑλίκωψ
ἐλινύω
ἑλιξόκερως
ἕλιξ
View word page
ἑλιγμός
ἑλιγμός ἑλιγμός, ὁ, ἑλίσσω a winding, convolution, as of the Labyrinth, Hdt., Xen.
ShortDef
a winding, convolution
Debugging
Headword:
ἑλιγμός
Headword (normalized):
ἑλιγμός
Headword (normalized/stripped):
ελιγμος
IDX:
10567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10570
Key:
e(ligmo/s
Data
{'content': 'ἑλιγμός\n ἑλιγμός, ὁ,\n ἑλίσσω\n a winding, convolution, as of the Labyrinth, Hdt., Xen.', 'key': 'e(ligmo/s'}