ἐλευθεροστομέω
ἐλευθεροστομέω
ἐλευθερο-στομέω,
fut. -ήσω
στόμα
to be free of speech, Aesch., Eur.
{ "content": "ἐλευθεροστομέω\n ἐλευθερο-στομέω,\n fut. -ήσω\n στόμα\n to be free of speech, Aesch., Eur.", "key": "e)leuqerostome/w" }