Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐλεός
ἔλεος
ἑλέπολις
ἑλετός
ἐλευθερία
ἐλευθέριος
ἐλευθεριότης
ἐλευθερόπαις
ἐλευθεροπρεπής
ἐλεύθερος
ἐλευθεροστομέω
ἐλευθερουργός
ἐλευθερόω
ἐλευθέρωσις
ἐλευθερωτής
Ἐλευσῖνάδε
Ἐλευσίνιος
Ἐλευσῖνι
Ἐλευσινόθεν
Ἐλευσίς
ἔλευσις
View word page
ἐλευθεροστομέω
ἐλευθεροστομέω ἐλευθερο-στομέω, fut. -ήσω στόμα to be free of speech, Aesch., Eur.
ShortDef
to be free of speech
Debugging
Headword:
ἐλευθεροστομέω
Headword (normalized):
ἐλευθεροστομέω
Headword (normalized/stripped):
ελευθεροστομεω
IDX:
10545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10548
Key:
e)leuqerostome/w
Data
{'content': 'ἐλευθεροστομέω\n ἐλευθερο-στομέω,\n fut. -ήσω\n στόμα\n to be free of speech, Aesch., Eur.', 'key': 'e)leuqerostome/w'}