Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκήδευτος
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκήλητος
View word page
ἀκέστρια
ἀκέστρια ἀκέομαι a sempstress, Luc.

ShortDef

a sempstress

Debugging

Headword:
ἀκέστρια
Headword (normalized):
ἀκέστρια
Headword (normalized/stripped):
ακεστρια
IDX:
1051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1051
Key:
a)ke/stria

Data

{'content': 'ἀκέστρια\n ἀκέομαι\n a sempstress, Luc.', 'key': 'a)ke/stria'}