Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐλαφηβολία
Ἐλαφηβολιών
ἐλαφηβόλος
ἐλαφοκτόνος
ἔλαφος
ἐλαφοσσοΐα
ἐλαφρία
ἐλαφρός
ἐλαφρύνω
ἐλάχιστος
ἐλαχύς
ἔλδομαι
ἔλδωρ
ἐλεαίρω
ἐλεᾶς
ἐλεγεία
ἐλεγεῖον
ἐλεγκτήρ
ἐλεγκτικός
ἐλεγμός
ἐλεγξίγαμος
View word page
ἐλαχύς
ἐλαχύς fem. ἐλάχεια not -εῖα small, short, little, old Epic Positive, whence ἐλάσσων, ἐλάχιστος are formed, Hhymn.: cf. λάχεια.

ShortDef

small, short, little

Debugging

Headword:
ἐλαχύς
Headword (normalized):
ἐλαχύς
Headword (normalized/stripped):
ελαχυς
IDX:
10502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10505
Key:
e)laxu/s

Data

{'content': 'ἐλαχύς\n \n fem. ἐλάχεια not -εῖα\n small, short, little, old Epic Positive, whence ἐλάσσων, ἐλάχιστος are formed, Hhymn.: cf. λάχεια.', 'key': 'e)laxu/s'}