Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐλαφαβόλος
ἐλάφειος
ἐλαφηβολία
Ἐλαφηβολιών
ἐλαφηβόλος
ἐλαφοκτόνος
ἔλαφος
ἐλαφοσσοΐα
ἐλαφρία
ἐλαφρός
ἐλαφρύνω
ἐλάχιστος
ἐλαχύς
ἔλδομαι
ἔλδωρ
ἐλεαίρω
ἐλεᾶς
ἐλεγεία
ἐλεγεῖον
ἐλεγκτήρ
ἐλεγκτικός
View word page
ἐλαφρύνω
ἐλαφρύνω from ἐλαφρός ἐλαφρύ_νω, to make light, lighten, Babr.
ShortDef
to make light, lighten
Debugging
Headword:
ἐλαφρύνω
Headword (normalized):
ἐλαφρύνω
Headword (normalized/stripped):
ελαφρυνω
IDX:
10500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10503
Key:
e)lafru/nw
Data
{'content': 'ἐλαφρύνω\n from ἐλαφρός\n ἐλαφρύ_νω,\n to make light, lighten, Babr.', 'key': 'e)lafru/nw'}