Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκήδευτος
ἀκηδέω
ἀκηδής
View word page
ἀκέστρα
ἀκέστρα ἀκέομαι a darning-needle, Luc.

ShortDef

a darning-needle

Debugging

Headword:
ἀκέστρα
Headword (normalized):
ἀκέστρα
Headword (normalized/stripped):
ακεστρα
IDX:
1050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1050
Key:
a)ke/stra

Data

{'content': 'ἀκέστρα\n ἀκέομαι\n a darning-needle, Luc.', 'key': 'a)ke/stra'}