Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐλατήρ
ἐλάτινος
ἐλάττωμα
ἐλαύνω
ἐλαφαβόλος
ἐλάφειος
ἐλαφηβολία
Ἐλαφηβολιών
ἐλαφηβόλος
ἐλαφοκτόνος
ἔλαφος
ἐλαφοσσοΐα
ἐλαφρία
ἐλαφρός
ἐλαφρύνω
ἐλάχιστος
ἐλαχύς
ἔλδομαι
ἔλδωρ
ἐλεαίρω
ἐλεᾶς
View word page
ἔλαφος
ἔλαφος .ἐλᾰφος, ὁ, ἡ, a deer, whether male, a hart or stag, or female, a hind, Il.:— κραδίην ἐλάφοιο ἔχων with heart of deer, i. e. a coward, Il.

ShortDef

a deer

Debugging

Headword:
ἔλαφος
Headword (normalized):
ἔλαφος
Headword (normalized/stripped):
ελαφος
IDX:
10496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10499
Key:
e)/lafos

Data

{'content': 'ἔλαφος\n .ἐλᾰφος, ὁ, ἡ,\n a deer, whether male, a hart or stag, or female, a hind, Il.:— κραδίην ἐλάφοιο ἔχων with heart of deer, i. e. a coward, Il.', 'key': 'e)/lafos'}