Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐλάσσων
ἐλαστρέω
ἐλατέος
ἐλάτη
ἐλατήριος
ἐλατήρ
ἐλάτινος
ἐλάττωμα
ἐλαύνω
ἐλαφαβόλος
ἐλάφειος
ἐλαφηβολία
Ἐλαφηβολιών
ἐλαφηβόλος
ἐλαφοκτόνος
ἔλαφος
ἐλαφοσσοΐα
ἐλαφρία
ἐλαφρός
ἐλαφρύνω
ἐλάχιστος
View word page
ἐλάφειος
ἐλάφειος ἐλάφειος, ον ἔλαφος of a stag, ἐλ. κρέα venison, Xen.

ShortDef

of a stag

Debugging

Headword:
ἐλάφειος
Headword (normalized):
ἐλάφειος
Headword (normalized/stripped):
ελαφειος
IDX:
10491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10494
Key:
e)la/feios

Data

{'content': 'ἐλάφειος\n ἐλάφειος, ον\n ἔλαφος\n of a stag, ἐλ. κρέα venison, Xen.', 'key': 'e)la/feios'}