Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκήδευτος
ἀκηδέω
View word page
ἀκεστός
ἀκεστός verb. adj. of ἀκέομαι curable:— metaph., easily revived, Il.

ShortDef

curable

Debugging

Headword:
ἀκεστός
Headword (normalized):
ἀκεστός
Headword (normalized/stripped):
ακεστος
IDX:
1049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1049
Key:
a)kesto/s

Data

{'content': 'ἀκεστός\n verb. adj. of ἀκέομαι\n curable:— metaph., easily revived, Il.', 'key': 'a)kesto/s'}