Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
ἀκέων
View word page
ἀκεστήρ
ἀκεστήρ ἀκέομαι a healer: metaph. as adj., ἀκ. χαλινός the rein that tames the steed, Soph.

ShortDef

a healer

Debugging

Headword:
ἀκεστήρ
Headword (normalized):
ἀκεστήρ
Headword (normalized/stripped):
ακεστηρ
IDX:
1046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1046
Key:
a)kesth/r

Data

{'content': 'ἀκεστήρ\n ἀκέομαι\n a healer: metaph. as adj., ἀκ. χαλινός the rein that tames the steed, Soph.', 'key': 'a)kesth/r'}