Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκέραιος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
View word page
ἄκεσμα
ἄκεσμα ἀκέομαι a remedy, cure, Pind., Aesch.
ShortDef
a remedy, cure
Debugging
Headword:
ἄκεσμα
Headword (normalized):
ἄκεσμα
Headword (normalized/stripped):
ακεσμα
IDX:
1045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1045
Key:
a)/kesma
Data
{'content': 'ἄκεσμα\n ἀκέομαι\n a remedy, cure, Pind., Aesch.', 'key': 'a)/kesma'}