Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
View word page
ἄκεσις
ἄκεσις ἀκέομαι a healing, cure, Hdt.

ShortDef

a healing, cure

Debugging

Headword:
ἄκεσις
Headword (normalized):
ἄκεσις
Headword (normalized/stripped):
ακεσις
IDX:
1044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1044
Key:
a)/kesis

Data

{'content': 'ἄκεσις\n ἀκέομαι\n a healing, cure, Hdt.', 'key': 'a)/kesis'}