Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκέστωρ
View word page
ἀκερσεκόμης
ἀκερσεκόμης cf. ἀκειρεκόμης κείρω, κόμη with unshorn hair (the Greek youths wore their hair long till they reached manhood), epith. of Phoebus, Il., etc.

ShortDef

with unshorn hair

Debugging

Headword:
ἀκερσεκόμης
Headword (normalized):
ἀκερσεκόμης
Headword (normalized/stripped):
ακερσεκομης
IDX:
1042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1042
Key:
a)kerseko/mhs

Data

{'content': 'ἀκερσεκόμης\n cf. ἀκειρεκόμης\n κείρω, κόμη\n with unshorn hair (the Greek youths wore their hair long till they reached manhood), epith. of Phoebus, Il., etc.', 'key': 'a)kerseko/mhs'}