Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἐκτρίβω
ἐκτροπή
ἐκτρυχόω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἔκτυπος
ἐκτυπόω
ἐκτυφλόω
ἐκτύφλωσις
ἑκυρά
ἑκυρός
ἐκφαιδρύνω
ἐκφαίνω
ἐκφανής
ἔκφασις
View word page
ἔκτρωμα
ἔκτρωμα ἔκτρωμα, ατος, τό, a child untimely born, an abortion, NTest.
ShortDef
a child untimely born, an abortion
Debugging
Headword:
ἔκτρωμα
Headword (normalized):
ἔκτρωμα
Headword (normalized/stripped):
εκτρωμα
IDX:
10404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10407
Key:
e)/ktrwma
Data
{'content': 'ἔκτρωμα\n ἔκτρωμα, ατος, τό,\n a child untimely born, an abortion, NTest.', 'key': 'e)/ktrwma'}