Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκτράπεζος
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἐκτρίβω
ἐκτροπή
ἐκτρυχόω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἔκτυπος
ἐκτυπόω
ἐκτυφλόω
ἐκτύφλωσις
ἑκυρά
ἑκυρός
ἐκφαιδρύνω
ἐκφαίνω
ἐκφανής
View word page
ἐκτρώγω
ἐκτρώγω fut. -τρώξομαι to eat up, devour, Ar.
ShortDef
to eat up, devour
Debugging
Headword:
ἐκτρώγω
Headword (normalized):
ἐκτρώγω
Headword (normalized/stripped):
εκτρωγω
IDX:
10403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10406
Key:
e)ktrw/gw
Data
{'content': 'ἐκτρώγω\n fut. -τρώξομαι\n to eat up, devour, Ar.', 'key': 'e)ktrw/gw'}