Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκαχμένος
ἀκέλευστος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
View word page
ἄκερκος
ἄκερκος without a tail, Arist.
ShortDef
without a tail
Debugging
Headword:
ἄκερκος
Headword (normalized):
ἄκερκος
Headword (normalized/stripped):
ακερκος
IDX:
1040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1040
Key:
a)/kerkos
Data
{'content': 'ἄκερκος\n without a tail, Arist.', 'key': 'a)/kerkos'}