Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔκτοπος
ἐκτορέω
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἐκτραγῳδέω
ἕκτος
ἐκτός
ἐκτράπεζος
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἐκτρίβω
ἐκτροπή
ἐκτρυχόω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἔκτυπος
ἐκτυπόω
View word page
ἐκτραχύνω
ἐκτραχύνω fut. υνῶ to make rough, Luc.:—metaph. to exasperate, Plut.
ShortDef
to make rough
Debugging
Headword:
ἐκτραχύνω
Headword (normalized):
ἐκτραχύνω
Headword (normalized/stripped):
εκτραχυνω
IDX:
10396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10399
Key:
e)ktraxu/nw
Data
{'content': 'ἐκτραχύνω\n fut. υνῶ\n to make rough, Luc.:—metaph. to exasperate, Plut.', 'key': 'e)ktraxu/nw'}