Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἔκτοπος
ἐκτορέω
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἐκτραγῳδέω
ἕκτος
ἐκτός
ἐκτράπεζος
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἐκτρίβω
ἐκτροπή
ἐκτρυχόω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
View word page
ἐκτράπελος
ἐκτράπελος ἐκτράπελος (ᾰ), ον ἐκτρέπομαι turning from the common course, devious, strange, Theogn.
ShortDef
turning from the common course, devious, strange
Debugging
Headword:
ἐκτράπελος
Headword (normalized):
ἐκτράπελος
Headword (normalized/stripped):
εκτραπελος
IDX:
10394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10397
Key:
e)ktra/pelos
Data
{'content': 'ἐκτράπελος\n ἐκτράπελος (ᾰ), ον\n ἐκτρέπομαι\n turning from the common course, devious, strange, Theogn.', 'key': 'e)ktra/pelos'}